- σελλίζομαι
- σελλίζομαι, [voice] Pass.,A imitate Aeschines ὁ Σέλλου, affect to be wealthy, Phryn.Com.10; but also σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι (v. ψελλός) , τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σελλίζομαι — Α μεσ. 1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει άλαζονεύει». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά τής … Dictionary of Greek
σελλίζει — σελλίζομαι imitate Aeschines pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελλίζεσθαι — σελλίζομαι imitate Aeschines pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσέλλισαι — σελλίζομαι imitate Aeschines perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελλισμός — ὁ, Μ [σελλίζομαι] αλαζονεία, κομπασμός … Dictionary of Greek
σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… … Dictionary of Greek
ἐξεσελλίσθη — ἐκ , εἰς , ἐν λίζω graze aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἐκ σελλίζομαι imitate Aeschines aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)